- βρίθος
- βρῑθος, το (Α)βάρος, φορτίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθήςαρχ.αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθήςνεοελλ.αλσοβριθής, ανθοβριθής, ανθρακοβριθής, ανθρωποβριθής, αραχνοβριθής, αστεροβριθής, βιβλιοβριθής, εντομοβριθής, κοσμοβριθής, κονιορτοβριθής, μαργαριτοβριθής, μικροβιοβριθής, χαλαζοβριθής, χαλικοβριθής, χαριτοβριθής, χορτοβριθής].
Dictionary of Greek. 2013.